συνεταιρικός

συνεταιρικός
-ή, -ό
επίρρ. αυτός που αναφέρεται στο συνέταιρο: Συνεταιρικό κεφάλαιο. – Συνεταιρική επιχείρηση. – Το μηχάνημα αυτό το πήρε συνεταιρικά με τον αδελφό του.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • συνεταιρικός — ή, ό, Ν αυτός που πραγματοποιείται με συνέταιρο ή που ανήκει και αναφέρεται στον συνέταιρο («το μαγαζί είναι συνεταιρικό»). επίρρ... συνεταιρικώς και συνεταιρικά Ν σε συνεταιρισμό, με συνεταιρισμό («δουλεύουν συνεταιρικά»). [ΕΤΥΜΟΛ. <… …   Dictionary of Greek

  • ανταμικός — ή, ό [αντάμα] κοινός, συνεταιρικός, μισιακός …   Dictionary of Greek

  • εταιρικός — ή, ό (ΑΜ ἑταιρικός, ή, όν) [εταίρος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε εταιρεία ή εταίρους, ο συνεταιρικός («εταιρικό κεφάλαιο») 2. φιλικός, συντροφικός («εταιρική φιλία») νεοελλ. 1. το ουδ. ως ουσ. το εταιρικό (αλλιώς καταστατικό) το συστατικό …   Dictionary of Greek

  • κοινός — ή, ό (AM κοινός, ή, όν, Α αττ. ποιητ. τ. κοινός, όν) 1. αυτός που ανήκει σε πολλούς μαζί, που κατέχεται όμοια από πολλούς ή που χρησιμοποιείται από πολλούς, δημόσιος (α. «κοινή είσοδος» β. «τὸν ἥλιον τὸν κοινὸν ἡμῑν», Μεν.) 2. αυτός που… …   Dictionary of Greek

  • κοληγιακός — ή, ό [κολήγος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον κολήγο 2. συνεταιρικός …   Dictionary of Greek

  • μαζικός — (I) ή, ό 1. φυσ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μάζα 2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στις λαϊκές μάζες, στον λαό («μέσα μαζικής ενημέρωσης») 2. συνεταιρικός, συντροφικός, κοινός («μαζική δουλειά») 3. παροιμ. «το μαζικό γαϊδούρι δεν τό τρώει ο …   Dictionary of Greek

  • συντροφικός — ή, ό / συντροφικός, ή, όν, ΝΜ [σύντροφος] νεοελλ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον σύντροφο 2. (ιδίως για επιχείρηση ή εργασία) συνεταιρικός 3. παροιμ. «το συντροφικό αρνί το τρώει ο λύκος» δηλώνει ότι αυτό που ανήκει σε πολλούς παραμελείται …   Dictionary of Greek

  • μαζικός — ή, ό 1. αυτός που γίνεται με τη συμμετοχή πολλών ανθρώπων: Οι πολίτες αντέδρασαν με μαζικές κινητοποιήσεις. 2. κοινός, συνεταιρικός: Έχουν μαζική την επιχείρηση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μεσιακός — ή, ό αυτός που ανήκει κατά το ήμισυ σε δύο άτομα, συνεταιρικός: Έχουμε μεσιακό μαγαζί …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μισιακός — ή, ό ο συνεταιρικός, ο μεσιακός (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”