συνεταιρικός — ή, ό, Ν αυτός που πραγματοποιείται με συνέταιρο ή που ανήκει και αναφέρεται στον συνέταιρο («το μαγαζί είναι συνεταιρικό»). επίρρ... συνεταιρικώς και συνεταιρικά Ν σε συνεταιρισμό, με συνεταιρισμό («δουλεύουν συνεταιρικά»). [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek
ανταμικός — ή, ό [αντάμα] κοινός, συνεταιρικός, μισιακός … Dictionary of Greek
εταιρικός — ή, ό (ΑΜ ἑταιρικός, ή, όν) [εταίρος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε εταιρεία ή εταίρους, ο συνεταιρικός («εταιρικό κεφάλαιο») 2. φιλικός, συντροφικός («εταιρική φιλία») νεοελλ. 1. το ουδ. ως ουσ. το εταιρικό (αλλιώς καταστατικό) το συστατικό … Dictionary of Greek
κοινός — ή, ό (AM κοινός, ή, όν, Α αττ. ποιητ. τ. κοινός, όν) 1. αυτός που ανήκει σε πολλούς μαζί, που κατέχεται όμοια από πολλούς ή που χρησιμοποιείται από πολλούς, δημόσιος (α. «κοινή είσοδος» β. «τὸν ἥλιον τὸν κοινὸν ἡμῑν», Μεν.) 2. αυτός που… … Dictionary of Greek
κοληγιακός — ή, ό [κολήγος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον κολήγο 2. συνεταιρικός … Dictionary of Greek
μαζικός — (I) ή, ό 1. φυσ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μάζα 2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στις λαϊκές μάζες, στον λαό («μέσα μαζικής ενημέρωσης») 2. συνεταιρικός, συντροφικός, κοινός («μαζική δουλειά») 3. παροιμ. «το μαζικό γαϊδούρι δεν τό τρώει ο … Dictionary of Greek
συντροφικός — ή, ό / συντροφικός, ή, όν, ΝΜ [σύντροφος] νεοελλ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον σύντροφο 2. (ιδίως για επιχείρηση ή εργασία) συνεταιρικός 3. παροιμ. «το συντροφικό αρνί το τρώει ο λύκος» δηλώνει ότι αυτό που ανήκει σε πολλούς παραμελείται … Dictionary of Greek
μαζικός — ή, ό 1. αυτός που γίνεται με τη συμμετοχή πολλών ανθρώπων: Οι πολίτες αντέδρασαν με μαζικές κινητοποιήσεις. 2. κοινός, συνεταιρικός: Έχουν μαζική την επιχείρηση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μεσιακός — ή, ό αυτός που ανήκει κατά το ήμισυ σε δύο άτομα, συνεταιρικός: Έχουμε μεσιακό μαγαζί … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μισιακός — ή, ό ο συνεταιρικός, ο μεσιακός (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)